- αντιλαμβάνομαι
- (AM ἀντιλαμβάνω κ. -ομαι)1. καταλαβαίνω, κατανοώ, εννοώ2. έχω ικανότητα αντιληπτική || -ωμσν.διαδέχομαιαρχ.παίρνω κάτι αντί για κάτι άλλο, ανταλλάσσω-ομαι αρχ.-μσν. βοηθώ«άντιλαβοῡ, σῶσον, ἐλέησον»αρχ.1. κρατώ, πιάνω κάτι2. κρατιέμαι, πιάνομαι από κάτι3. αποκτώ κάτι4. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ5. αιχμαλωτίζω, κυριεύω6. αναχαιτίζω7. προσβάλλω, θίγω8. διακόπτω τη συνομιλία των άλλων9. (για φυτά) απλώνω ρίζες, ριζοβολώ(η προστ. αορ. ως ουσ.) αντιλαβού, η, το νεοελλ.1. η αντίληψη, η ευφυΐα («αυτή δεν έχει αντιλαβού»)2. τα «τυχερά» των κληρικών3. τα παράνομα κέρδη4. το τέλος, ο θάνατος («ήλθε στο αντιλαβού» — κόντεψε να πεθάνει).
Dictionary of Greek. 2013.